- πλίνθῳ
- πλίνθονbrickneut dat sgπλίνθοςbrickfem dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πλινθώ — όω, ΝΑ [πλίνθος] 1. κατασκευάζω κάτι σε σχήμα πλίνθου 2. χτίζω ή κατασκευάζω κάτι με πλίνθους … Dictionary of Greek
πλίνθωι — πλίνθῳ , πλίνθον brick neut dat sg πλίνθῳ , πλίνθος brick fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλίνθωμα — το, Ν (μεταλργ.) ποσότητα μετάλλου ή κράματος η οποία λαμβάνεται κατά τη χύτευση σε καλούπια και έχει τη μορφή πλίνθου, μεταλλική μάζα που είναι έτοιμη για περαιτέρω μεταλλουργική κατεργασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλινθῶ. Η λ. μαρτυρείται από το 1847… … Dictionary of Greek